(Συνέχεια
από το προηγούμενο)
Πιάσανε
δουλειά αμέσως: ο τοίχος βάφτηκε σε ένα
τρυφερό γαλανό χρώμα, και αφέθηκε να
στεγνώσει με προσοχή, την επόμενη μέρα
τον πέρασαν και 2ο χέρι, ώστε να
εξαφανιστούν και οι πιο μικρές ατέλειες…Και
μετά πήρα σειρά εγώ! Η γοργόνα και τα
μεγάλα ψάρια και άλλα ζώα, σχεδιάστηκαν
πρώτα με μολύβι πάνω στον τοίχο, και
αμέσως μετά περάστηκαν με λεπτό πινέλο,
σε μαύρο…
Η πρώτη
μέρα στην τοιχογραφία ήταν τόσο έντονη,
που έπεσα στο κρεβάτι μου στον θάλαμο
κατάκοπη, και όλη τη νύχτα ονειρευόμουνα
πώς θα έβγαινε το τελικό αποτέλεσμα: Η
γοργόνα θα είχε ξανθά μαλλιά μέχρι τη
μέση, κοχύλια θα κάλυπταν το στήθος της,
η ουρά της θα ήταν γαλαζωπή με ζωγραφισμένα
χοντρά λέπια, τα χταπόδια θα ήταν
ροδόγκριζα, οι αστερίες κίτρινοι και
πορτοκαλιοί, τα φύκια σκούρα πράσινα,
και θα φαίνονταν σαν να τρεμουλιάζανε
στο βυθό…
Την
επόμενη μέρα, μετά το πρωινό, μπήκαν
στην ζωγραφιά, τα βασικά της χρώματα,
ακριβώς όπως τα είχα ονειρευτεί. Με
βοήθησαν στο βάψιμο ορισμένα παιδιά
από την κατασκήνωση, και μαζί και ο
Θοδωρής, μόνον που μετά το μεσημεριανό,
τον έχασα από την επίβλεψη, αλλά ήδη
κατά τις 4, έκανε τόση ζέστη που μας είπαν
οι τμηματάρχες να το διαλύσουμε, για να
μην πάθουμε ηλίαση…Αν και αντέδρασα
–φορούσα το άσπρο μου καπέλο από τη
Λευκάδα-, δεν δέχονταν αντιρρήσεις, και
φύγαμε όλοι για τους θαλάμους μας…Μόνον
που όταν έφτασα εγώ στο θάλαμο, βρήκα
την αδελφή μου και τα άλλα μικρά απ’
έξω, ανήσυχα:
-Τι
συμβαίνει; ρώτησα, για να μου απαντήσουν
ότι η ομαδάρχισσα η Μαρία, ήταν κουκουλωμένη
στο κρεβάτι της και έκλαιγε γοερά, και
ο Γιάννης μπουμπουλωμένος κι αυτός κάτω
από τα σκεπάσματα, μαζί της, προσπαθούσε
να μάθει τι της συνέβαινε, ενώ ο Θοδωρής
και η Φωτεινή, ανάστατοι κι εκείνοι,
περιμένανε γονατισμένοι στο πλάι του
κρεβατιού της, να ακούσουν ποιο ήταν το
πρόβλημα, στο οποίο απ’ ό,τι κατάλαβα,
εμπλέκονταν και η υπαρχηγός της
κατασκήνωσης, η Γεωργία…
Ευγενικά,
με απομάκρυναν κι εμένα από το θάλαμο,
μέχρι να λύσουν το ζήτημα, και μετά από
ικεσίες που κράτησαν κανα μισάωρο,
προφανώς έμαθαν από την Μαρία τι είχε
συμβεί, και ο Γιάννης με το Θοδωρή έφυγαν
τρεχάτοι για το αρχηγείο, ενώ η Φωτεινή
έμεινε να κάνει παρέα στη Μαρία…Τότε
επιτέλους κι εμείς, μπήκαμε στον κοιτώνα,
και σαν τα μελισσάκια στην κυψέλη, πρώτα
τα μικρά του θαλάμου και μετά εμείς τα
κάπως μεγαλύτερα, κυκλώσαμε την αγαπημένη
μας ομαδάρχισσα και την αγκαλιάσαμε,
κι εκείνη δεν έκλαιγε πια, αλλά προσπάθησε
να μας καθησυχάσει…
Και
μετά από λίγο, ήρθαν πάλι τα αγόρια και
είπανε πώς όλα είχαν κανονιστεί, και
πήρανε μαζί τους τη Μαρία με τη Φωτεινή…
Κι εμείς παίξαμε για λίγο στα παιχνίδια
και τις κατασκευές ή πήγαμε προς την
τραπεζαρία, για το βραδινό που θα
σερβιριζόταν σε λίγη ώρα, όμως όταν
γυρίσαμε στο θάλαμο, η Μαρία δεν ήταν
εκεί, αλλά στο κρεβάτι της είχε έρθει η
Γεωργία, με όλα τα μπαγάζια της, που τα
έσπρωξε από κάτω από το μεταλλικό έπιπλο.
Τη ρωτήσαμε που ήταν η Μαρία, και δεν
μας μίλησε. Μας έσβησε το φως και δεν
μας είπε ούτε καληνύχτα.
Εκείνο
το βράδυ, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το
κρεβάτι μου ήταν στην νότια πλευρά του
θαλάμου, περίπου στη μέση της σειράς
των κρεβατιών, όμως άκουγα καθαρά την
Γεωργία να κλαίει στο μαξιλάρι της…Μπορώ
να πω ότι τη λυπήθηκα και λιγάκι, αλλά
σκέφτηκα ότι κάτι θα είχε κάνει για να
τη στείλουν στην θέση της Μαρίας, στο
θάλαμό μας, και μετά από λίγο την πήρε
ο ύπνος, το ξέρω επειδή το κλάμα
αντικαταστάθηκε από ροχαλητό…ΚΙ όμως,
εγώ και πάλι δεν μπορούσα να κοιμηθώ,
ανησυχούσα για όλα, τη Μαρία, το πρόβλημα
που δεν ήξερα ποιο ήταν, τη ζωγραφιά,
ακόμα και για τη Γεωργία…
Και
ενώ επιτέλους κατά τις 2 το πρωί
αποκοιμήθηκα, μόλις μια ώρα μετά, ήρθε
και με ξύπνησε ένα κοριτσάκι από το
Ίδρυμα ανηλίκων, που επίσης παραθέριζε
στην κατασκήνωση και μοιραζόμασταν τον
ίδιο θάλαμο, και με ξύπνησε: Ήθελε να
πάει στην τουαλέτα (που ήταν 100 μέτρα
μακριά), και η Γεωργία που ήταν υπεύθυνη
για αυτά τα ζητήματα, δεν σηκωνόταν…Αν
θυμάμαι καλά, φόρεσα τα αθλητικά μου
και πήγα μέχρι το κρεβάτι της, δίπλα
στην πόρτα του θαλάμου, για να την
ξυπνήσω, να συνοδέψει το κοριτσάκι στις
τουαλέτες των κοριτσιών, αλλά δεν
ξυπνούσε –ή έκανε πώς κοιμόταν- για να
μην αναγκαστεί να σηκωθεί από το κρεβάτι…
Το κοριτσάκι κατουριόταν, έπρεπε λοιπόν
να βρεθεί μια λύση, και προσφέρθηκα να
την πάω εγώ στις τουαλέτες, αφού η Γεωργία
παρίστανε την κοιμισμένη...
Αφού
πήρα μαζί μου το κλειδί της πόρτας -που
πολύ βολικά βρέθηκε δίπλα στο μαξιλάρι
της- και τον φακό, βγήκαμε από το θάλαμο
και κλείδωσα την πόρτα φεύγοντας…
Κατευθυνθήκαμε προς τις τουαλέτες
τρέμοντας, πιο πολύ από το φόβο, παρά
από το κρύο της βραδιάς… Είχε φεγγάρι
και όλα ασήμιζαν, τα πλατάνια δίπλα στο
ρεματάκι έξω από την περίφραξη της
κατασκήνωσης έριχναν μακριές σκιές και
τα φύλλα θρόιζαν, αλλά παρά τον τρόμο
μας –στο κάτω κάτω ήμασταν 2 κορίτσια
μοναχά μέσα στη νύχτα, και είχαμε μαζί
μας μόνον ένα φακό και το κλειδί της
πόρτας του θαλάμου που είχαμε αφήσει
πίσω μας- φτάσαμε επιτέλους στις
τουαλέτες.
Είπα
στο κοριτσάκι ότι θα άνοιγα την πόρτα
για να μπει, στην πρώτη τουαλέτα που
κοίταξα, είδα στο φως του φακού μια
τεράστια ζωντανή νυχτοπεταλούδα, να
κάθεται στο πάτωμα, μπροστά στη λεκάνη.
Έκλεισα την πόρτα απότομα, και άνοιξα
την διπλανή της:
-Δεν
είναι καθαρή, της είπα ψέματα, μπες σε
εκείνη είναι καλύτερη! Και με τον φακό
ψηλά, της φώτιζα από το άνοιγμα, να κάνει
τη δουλειά της.
-Εσύ
δεν θες; με ρώτησε βγαίνοντας.
-Καλά
λες, της απάντησα κι εγώ και ανοίγοντας
πάλι την πρώτη πόρτα, μπήκα στη τουαλέτα
με την νυχτοπεταλούδα.
Δεν
έπρεπε να αργήσω. Ήταν νύχτα και φοβόμουν,
και μαζί μου ήταν ένα άγνωστο κοριτσάκι
που φοβόταν στα σκοτάδια πιο πολύ από
μένα…Κοίταξα την νυχτοπεταλούδα και
την άγγιξα, ήταν αρσενική, μια τεράστια
καφετιά saturnia pyri,
με μεγάλα στρογγυλά δίχρωμα μάτια στα
φτερά της και η αίσθηση των φτερών της
και της ράχης της ήταν βελούδινη…
Προσπάθησα να την πιάσω, αλλά πέταξε
και στάθηκε στον τοίχο, κοντά στην κόχη
του ταβανιού, την άφησα εκεί και βγήκα,
επειδή και το κοριτσάκι έτρεμε σύγκορμο,
και φύγαμε για το θάλαμο. Πριν γυρίσω
στο κρεβάτι μου κλείδωσα το θάλαμο και
άφησα πάλι το κλειδί δίπλα στο μαξιλάρι
της Γεωργίας, κρέμασα και τον φακό στο
καρφί δίπλα στην πόρτα, και την επόμενη
μέρα ζωγράφισα τα μάτια στα φτερά της
νυχτοπεταλούδας, για μάτια στο μεγάλο
γκρι χταπόδι, στα αριστερά της γοργόνας.
Η Μαρία
δεν φάνηκε πουθενά, εκείνη τη μέρα, ούτε
και ο Γιάννης. Η Φωτεινή ήρθε κάποια
στιγμή εκεί που ζωγραφίζαμε και μιλούσε
ψιθυριστά με τον Θοδωρή, που επέβλεπε
της εργασίες στον τοίχο του κυλικείου.
Όλη τη μέρα ζωγραφίζαμε, έπρεπε να
βιαστούμε για να έχουμε χρόνο να στεγνώσει
και να κάνουμε τις όποιες διορθώσεις
εγκαίρως, ώστε να χρησιμοποιηθεί ο
τοίχος σαν ντεκόρ για τις εκδηλώσεις
κλεισίματος της περιόδου της
κατασκήνωσης…Δεν έφυγα λοιπόν σχεδόν
καθόλου από τις εργασίες, παρά μόνον
για να απαντήσω στο τηλεφώνημα των
γονιών μου που έμαθαν ότι θα έφτιαχνα
μια δική μου ζωγραφιά, και ήθελαν να με
πείσουν να γράψω από κάτω το όνομά μου
(και δεν δέχονταν και αντιρρήσεις!)
Το
απόγευμα που γύρισα στο θάλαμο, ίσα -ίσα
για να αλλάξω και να ετοιμαστώ για το
βραδινό, η Γεωργία ήταν εκεί, καθώς όμως
ήταν ακατάδεκτη και ποτέ δεν έδινε
σημασία σε κανέναν, σκέφτηκα να μην
ασχοληθώ κι εγώ, αλλά δεν μπορούσα, οπότε
αποφάσισα να τη πλησιάσω για να τη ρωτήσω
αν ήταν καλά, και να της πω για το
προηγούμενο βράδυ:
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου