Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Η ΕΥΑ ΚΑΙ Η ΑΛΛΗ, Τελικός μονόλογος

Η ΕΥΑ ΚΑΙ Η ΑΛΛΗ (τελικός μονόλογος του μονόπρακτου)

ΕΥΑ: (μονολογεί)
 Επιτέλους μπορώ να ανασάνω, μπορώ να ζήσω όπως θέλω, να μην είμαι απλός θεατής των εξελίξεων, αλλά να παίρνω μέρος σε αυτές, να κατακτήσω τη ζωή μου και να πραγματοποιήσω τα όνειρα μου…
Μαζεύει όλες τις φωτογραφίες που είναι διάσπαρτες πάνω στο τραπέζι και αρχίζει να τις κοιτά μία- μία .

ΕΥΑ: Έζησα μια ζωή ματαιωμένη, μια ζωή σαν τα «προσεχώς» του κινηματογράφου, όπου όλα διαρκούν για μερικά δευτερόλεπτα , και απλώς περιμένεις να τα δεις σε κάποια από τις επόμενες προβολές…
Ο έρωτας, το γέλιο, τα δάκρυα της λύπης και της χαράς, ο γάμος…Όλα αυτά πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου χωρίς να τα γευτώ…, να τα νιώσω…Οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν, οι πόθοι μου σουρομαδήθηκαν, καθώς τα χρόνια και οι εξελίξεις με προσπερνούσαν, κι εγώ, έμενα στάσιμη…Αλλά αυτό δεν θα ξανασυμβεί! Με όλα τα μέσα, θα κυνηγήσω το όνειρό μου και θα κάνω ό,τι είναι απαραίτητο…, χωρίς άλλα πισωγυρίσματα, χωρίς εκπτώσεις…Θα δείξω σε όλους τι μπορώ να καταφέρω!
(ο πόνος χρωματίζεται τραγικά στη φωνή της που σπάει)
Είμαι η Εύα…, παραπαίω ανάμεσα στη λογική και τη τρέλα, το γνωρίζω καλά αυτό…Μου το δείχνουν όλοι με τη συμπεριφορά τους και πλέον αναγνωρίζω ότι είμαι εντελώς μόνη μου, τουλάχιστον όμως είμαι ο απόλυτος κυρίαρχος του εαυτού μου…
(Αλλάζει διάθεση και μιλά αποφασιστικά, επιθετικά)
Θα πάψω να περιφέρομαι αναζητώντας την αποδοχή και την επιείκεια, θα παλέψω να ξανακερδίσω αυτά που μου έκλεψαν, δεν θα ξαναδώσω συγχωροχάρτια σε κανέναν, παρά μόνο στον εαυτό μου! Αρνούμαι να υποφέρω ξανά!
(Αφήνει τις φωτογραφίες και σηκώνεται πηγαίνοντας προς τη μέση της σκηνής, μπροστά στο κοινό)
Είμαι η Εύα! Έκανα πολλές θυσίες για να φτάσω ως εδώ, πέρασα όλη μου τη ζωή σκεπτόμενη τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες των άλλων, ποτέ τις δικές μου! Αλλά ως εδώ ήταν! Βαρέθηκα να απολογούμαι, βαρέθηκα να υποκρίνομαι ότι είμαι μια άλλη Εύα, μια δυνατή αλλά άτυχη γυναίκα, ένα οικτρό έρμαιο της μοίρας και των επιλογών των άλλων, πρέπει τώρα να δείξω τον εαυτό μου, το πραγματικό μου εαυτό, αυτόν που έκρυβα επιμελώς, πίσω από δικαιολογίες και ιστορίες που θα με έκαναν δημοφιλή και αρεστή, στα άτομα που έτσι κι αλλιώς δεν εκτιμώ και δεν εκτίμησα ποτέ!
(κοιτάζει γύρω της και η ματιά της στέκεται για λίγο πάνω στο πτώμα της Άλλης, της συνείδησής της)
Μέσα μου πονάω, πονάω πολύ…Ξέρω ότι παίρνω το δρόμο χωρίς γυρισμό, ότι συντρίβω τα κάστρα και τα τείχη που έχτισα μόνη μου γύρω μου, την ασφάλειά μου…Με ένα και μόνον άλμα, περνάω στην άλλη όχθη, όπου ανακαλύπτω μια εντελώς διαφορετική προσωπικότητα, που με θέλγει και με τρομάζει ταυτόχρονα, την Εύα που έκρυβα επιμελώς, την πραγματική Εύα που με καλεί να χαράξω μια νέα και άγνωστη για μένα πορεία…
(στρέφεται και πάλι στο πτώμα της Άλλης, της συνείδησής της. Πηγαίνει κοντά και γονατίζει δίπλα της)
Σε παρακαλώ, πες μου, τι να κάνω; Αν έχεις έστω και μία ανάσα πριν το τέλος, δώσε μου ένα στίγμα που θα μπορούσα να ακολουθήσω…Μίλα μου, είσαι η τελευταία μου ελπίδα…
(Απλώνει το δεξί της χέρι πάνω στη νεκρή Άλλη. Τα δάχτυλά της λερώνουν από το αίμα, κι εκείνη κοιτά με απόγνωση τις κηλίδες του αίματος πάνω στο χέρι της)
Μίλα μου, πες μου κάτι σε παρακαλώ, μην στέκεσαι έτσι, δεν μπορείς να με αφήσεις τώρα που σε χρειάζομαι τόσο πολύ!
(Με τα δυο της χέρια, τραντάζει το πτώμα κι εκείνο γέρνει και πέφτει μαλακά στο πάτωμα με το πλάι, προς το μέρος της. Η Εύα κάνει μια χειρονομία απόγνωσης και σηκώνει το κεφάλι ψηλά,  σαν να προσπαθεί να κοιτάξει έξω από το ταβάνι, προς τον ουρανό)
Θεέ μου, πώς μπορώ να αντέξω άλλο αυτή τη σιωπή και την απομόνωση; Ποιο προγονικό αμάρτημα πληρώνω και είμαι αναγκασμένη να ζω μέσα στη μιζέρια και τη μοναξιά; Τι μου μένει να ελπίζω ότι θα αλλάξει στη μαρτυρική ζωή μου;
(Απλώνει το αριστερό χέρι προς το μαχαίρι με το οποίο είχε σκοτώσει νωρίτερα την τη συνείδησή της, και ψαύοντας, καταφέρνει να το εντοπίσει. Το κρατά με τας δυο της χέρια πάνω στο στήθος της με αγάπη, σαν να αγκαλιάζει ένα μωρό)

ΕΥΑ:
    Θεέ μου, μου έμαθαν ότι μια από τις μεγαλύτερες αμαρτίες είναι το να προκαλείς κακό στον εαυτό σου… Θεέ μου, ήδη μου έχω προκαλέσει τόσο πόνο που δεν αντέχω άλλο πια να ζω…Έχω λυγίσει σαν τα μοναχικά δέντρα που οι ρίζες τους έχουν πάψει να τα θρέφουν, και παγωμένα και ανήμπορα, τα ξεριζώνει ο χειμώνας…, τα φύλλα τους έχουνε σκορπίσει, τα κλαδιά τους δεν θα ξανανθίσουνε ποτέ…
    Πεθαίνουν χωρίς τα ερωτευμένα ζευγάρια να  έχουν κάποτε σκαλίσει τα ονόματά τους στη φλούδα τους, χωρίς ποτέ τα μικρά παιδιά, να αποζητήσουν τον ίσκιο τους ή το παιχνίδι, με μια σκοινένια κούνια που ανεβαίνει μέχρι τον φιλόξενο ουρανό και τα μπαμπακένια σύννεφα…κανείς δεν χύνει ένα δάκρυ, δεν αφιερώνει μια σκέψη σ’ αυτά…
 (κατεβάζει το κεφάλι, κοιτώντας το πάτωμα)
    Θεέ μου, έχω απελπιστεί πια…Θέλω να φύγω, να αφήσω τη λησμονιά να θρέψει τις πληγές μου, να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ χωρίς να ξυπνήσω…, να μην αναγκαστώ να αντιμετωπίσω και πάλι τον θλιβερό, μισητό εαυτό μου…
(συντετριμμένη, σχεδόν σέρνοντας, κάθεται στην καρέκλα, κρατώντας χαλαρά με το δεξί της χέρι το μαχαίρι)
    Θεέ μου, συγχώρεσέ με γι αυτή μου την πράξη…Τουλάχιστον τώρα, θα μπορέσω να ξεκουραστώ…

Με το μαχαίρι που κρατά στο δεξί της χέρι, χαράζει τον αριστερό της καρπό και ακουμπά με το πάνω μέρος του κορμού της, το κεφάλι της και το πληγωμένο χέρι, απλωμένο στις φωτογραφίες, πάνω στο τραπέζι. Μένει για λίγο ακίνητη και μετά, το δεξί της χέρι που κρέμεται στο πλάι του σώματός της, ξεσφίγγει και το μαχαίρι πέφτει στο πάτωμα.

ΑΥΛΑΙΑ