Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Το Rossi δερμάτινο





"Το αληθινό πρόσωπο της Γεωργίας Π."

Το Rossi δερμάτινο 

Ήταν μια εποχή, που η αγαπητή Γωγώ -που γνωρίσαμε μέσα από την προηγούμενη ιστορία- κείμενο κάτω από τη γενική κατηγορία « Γεωργία Π.» -, χρησιμοποιούσε κατά κόρον πιστωτικές κάρτες για τις συναλλαγές της…Εκείνη την εποχή, έτυχε να είναι άρτι αρραβωνιασμένη με τον 2ο αρραβωνιαστικό της, οπότε τα δώρα υποτίθεται πήγαιναν και έρχονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, και ειδικά από τους γονείς του τότε αρραβωνιαστικού της, που θεωρούσαν ότι η Γωγώ ήταν η ιδανική μελλοντική σύζυγος για το στερνοπούλι τους, και προσπαθούσαν να την εντυπωσιάσουν με κάθε τρόπο, και ξόδεψαν τεράστια ποσά πχ για χρυσαφικά, (τα οποία δεν επέστρεψε ποτέ, μετά τον χωρισμό της από τον γιό τους)…
Ένα βραδάκι λοιπόν που το φρεσκο-αρραβωνιασμένο ζευγάρι βολτάριζε στο κέντρο της Αθήνας-όπου ζούσαν και εργάζονταν τότε-, κοντοστάθηκαν μπροστά σε ένα μεγάλο κατάστημα δερμάτινων, το αγαπητό Γωγουλίνι, πρότεινε να αγοράσει ένα καλό δερμάτινο για δώρο, στον αγαπημένο της… Όπερ και εγένετο, σε λίγα λεπτά, ο τότε αρραβωνιαστικός της –ο γνωστός μας Μ.- και νυν πρώην, προβάριζε διάφορα δερμάτινα μεγάλης αξίας, προκειμένου να διαλέξει το ένα που θα του αγόραζε η Γωγώ με την πιστωτική της κάρτα, και που τον διαβεβαίωνε πως θα αποπληρωνόταν πανεύκολα με μηνιαίες δόσεις μέσω τραπέζης…
Ο Μ. λοιπόν, διάλεξε εν τέλει ένα καφετί μακρύ επενδυμένο καστόρινο παρκά της φίρμας Rossi, με μαύρη γούνα προβάτου στο γιακά, το οποίο εκείνη την εποχή στοίχιζε κοντά 350χιλ δραχμές, ένα αστρονομικό ποσό για πανωφόρι, το οποίο όμως όπως είπαμε, θα αποπληρωνόταν σταδιακά, μέσω κάρτας… Άγνωστο εαν η Γωγώ μετάνιωσε ποτέ λόγω κόστους που του το αγόρασε, αλλά είναι γεγονός ότι συνήθιζε να ξοδεύει υπέρογκα ποσά, κυρίως για καλλυντικά, οπότε οι κάρτες της ήταν γενικώς φορτωμένες, αν και οι δόσεις πληρώνονταν ευλαβικά στο τέλος κάθε μήνα, προκειμένου να έχει και τη δυνατότητα να ξοδεύει ακόμα περισσότερα για διάφορες παρόμοιες «ανάγκες» της…
Κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, και κρίνοντας πάντα με γνώμονα τον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα της Γωγώς, ήρθε το τέλος και αυτής της σχέσης, την οποία τερμάτισε η ίδια, με δική της πρωτοβουλία…Είχε προηγηθεί ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι για τον Μ, ο οποίος πέρασε ολόκληρο τον Αύγουστο, διαμορφώνοντας το εσωτερικό του πατρικού της σπιτιού, ώστε μετά τον επερχόμενο γάμο τους να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί… Ενώσω λοιπόν το Γωγουλίνι μας, παραθέριζε στα Δωδεκάνησα μαζί με μία φίλη της, ο Μ κατεδάφιζε μεσοτοιχίες, μερεμέτιζε και έβαφε τοίχους και ταβάνια, και εγκαθιστούσε ηλεκτρικές συσκευές, ακούγοντας ταυτόχρονα τα υβριστικά σχόλια από τη μητέρα και την Λεχωνίτισσα ψυχοθειά της, που τον αποκαλούσαν αντί ονόματος, με διάφορα «κοσμητικά» επίθετα, όπως «βλάχος» και προικοθήρας…
Μιλώντας περί προίκας, ένα σπίτι έχει όλο κι όλο η Γωγώ, κι αυτό μισιακό, το μοιράζεται ως κληρονομιά μαζί με τον ξενιτεμένο αδελφό της, στην ουσία δλδ (εφόσον εκείνος δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ, παρά μόνο σιδηροδέσμιος), με τα ανίψια της εξ Αμερικής… Τα αντίστοιχα σχεδόν περιουσιακά στοιχεία, διέθετε τότε και ο Μ, άρα στην ουσία δεν υφίσταται προικοθηρία, μάλιστα από κοινού εκείνη την εποχή εκσυγχρόνιζαν το πατρικό της, στο οποίο όπως είπαμε θα διέμεναν μετά το γάμο…Όμως, οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί εξακολουθούσαν για μεγάλο διάστημα, η Γωγώ δεν έπαιρνε θέση και δεν τον υπερασπιζόταν, δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση να νοικιάσουν άλλο σπίτι στο οποίο θα ζούσαν μόνοι τους μετά το γάμο τους, ενώ και οι δύο γριές του έδειχναν καθαρά με τη συμπεριφορά τους, ότι δεν τον ήθελαν για γαμπρό και συχνά-πυκνά του ανέφεραν και ονόματα κοινών συναδέλφων που θα προτιμούσαν να είχε φέρει για γαμπρούς στο σπίτι, ανάμεσά τους και τον αδελφό ενός γνωστού κρεοπώλη με ειδίκευση στα λουκάνικα… Μαζί μ’ αυτές σιγά -σιγά, και η ίδια η Γωγώ, αναθεώρησε τις απόψεις της σχετικά με το κοινό της μέλλον  με τον Μ, ώστε μετά την επιστροφή της από τις καλοκαιρινές της διακοπές, του ζήτησε να χωρίσουν…
Πέρα από το γεγονός ότι κάμποσους μήνες αργότερα, η Γωγώ επέστρεψε δριμύτερη και επέμενε να συνεχίσουν τον δεσμό τους από εκεί που τον είχε αφήσει, ως μόνο τελικά αντικείμενο που τη συνέδεε με τον Μ, παρέμεινε το δερμάτινο παλτό…Όλα τα υπόλοιπα, φωτογραφίες, δωράκια, κάρτες, αντικείμενα και λοιπά, καταστράφηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, ώστε να μην υπάρχει τίποτα που να τη θυμίζει πλέον…Ακόμα και η βέρα με το όνομά της, που η Γωγώ δεν δέχτηκε να πάρει πίσω -αλλά και παρακράτησε τη δική του, από το γινάτι της «απόρριψης»-, ανταλλάχθηκε σε γνωστό κοσμηματοπωλείο, με έναν χρυσό σταυρό… Μόνο το καφέ Rossi, σχεδόν εντελώς αφόρετο και κρεμασμένο στη ντουλάπα του πατρικού του, έμεινε να υποδηλώνει ότι κάποτε υπήρχε μια πρώην αρραβωνιαστικιά, μέχρι την ώρα που ο Μ., επέστρεψε στο σπίτι για να το πάρει, με σκοπό να το δώσει για κόντεμα, ή για βάψιμο, ή ακόμα και για ανταλλαγή με κάποιο άλλο δερμάτινο…
ΟΙ γηραιοί γονείς του αντέδρασαν, μπροστά όμως στην επιμονή του είτε να το ξεφορτωθεί είτε να το μεταποιήσει «δραστικά», του αποκάλυψαν, ότι το δερμάτινο παλτό, δεν είχε αποπληρωθεί από τη Γωγώ, αλλά από αυτούς! Η υπερπροστατευτική και μυστικοπαθής μητέρα του, η κυρά Σοφία, –Θεός σχωρέσ’ τη-, του αποκάλυψε ολόκληρο το χρονικό της αγοράς και εξόφλησης του πανωφοριού του, και ταυτόχρονα τον διαφώτισε και σχετικά με τις κατηγορίες περί προικοθηρίας:
Μερικές μέρες μετά την «αγορά» του παλτού, έφτασε ταχυδρομικώς στο πατρικό της Γωγώς, το σημείωμα από την τράπεζα που είχε εκδώσει την πιστωτική της, για την αγορά ύψους 350.000δρχ (τότε)…Η μητέρα της και η ψυχοθειά της, άνοιξαν το φάκελο και είδαν το υπέρογκο έξοδο, και τηλεφωνικώς την ανέκριναν για να μάθουν τι είδους αγορά είχε κάνει, και εκείνη τους είπε ότι είχε δωρίσει ένα δερμάτινο παλτό στον Μ. . Τότε λοιπόν, οι δύο γριές, τηλεφώνησαν στους γονείς του με σκοπό να διαμαρτυρηθούν, που ο «προικοθήρας» και σπάταλος γιος τους, εξανάγκαζε την Γωγώ να ξοδεύει τα ωραία της λεφτά για λογαριασμό του!
Έτσι, οι γονείς του Μ., πρότειναν να πληρώσουν εκείνοι τις δόσεις του παλτού, και ζήτησαν απόλυτη μυστικότητα, ώστε να μη θιγεί η σχέση του γιου τους με την ιδανική -για αυτούς- νύφη, μόνον που οι γριές, συνέχισαν τον πόλεμο νεύρων προς τον Μ. και ταυτόχρονα την πλύση εγκεφάλου στην Γωγώ, που εν τέλει τερμάτισε τον αρραβώνα, μάλλον την ίδια εποχή που εξοφλήθηκε και το παλτό…Ο Μ. πάντως, μετά την ανακάλυψη της αλήθειας, φόρεσε το δερμάτινο παρκά με την ψυχή του και συνεχίζει να το φοράει για όσο ακόμα αντέχει και του αρέσει…
Είναι γεγονός, ότι λίγον καιρό μετά την αποκάλυψη του περιστατικού, έτυχε να περάσει από την καφετέρια όπου ο Μ. και η σύζυγός του έπιναν το καφέ τους ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, η Γωγώ…Φορούσε μια μαύρη  ζακέτα με κεντημένες μαργαρίτες από άσπρες χάντρες γύρω από τη λαιμόκοψη και τους ώμους και έμοιαζε με τη Θάτσερ-bitch στα ύστερά της, και μετά από τις συνηθισμένες βαρετές περιαυτολογίες της, είδε το δερμάτινο διπλωμένο προσεκτικά και ακουμπισμένο στη ράχη του καναπέ που καθόταν το ζευγάρι, και παρατήρησε καγχάζοντας προς τον Μ., ότι «ευτυχώς, το φορούσε ακόμα», και αφού έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση κουνώντας την ουρά της πέρα -δώθε σαν αλεπού στο αλώνι, ο Μ. μονολόγησε ότι το φοράει μεν, αλλά όχι χάρη σ’ αυτήν, και ότι του άρεσε να τη βλέπει να αυτό-εξευτελίζεται μπροστά του παριστάνοντας την κάμποση …
Είναι όμως απορίας άξιο αν νομίζει ακόμα ότι το αποπλήρωσε η ίδια, το παλτό…Το σίγουρο είναι πάντως, ότι είτε το γνωρίζει είτε όχι, το δερμάτινό πανωφόρι για το οποίο καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι, αγοράστηκε στην ουσία από τους γονείς του πρώην αρραβωνιαστικού της, και φυσικά δεν της κακόπεσε που δεν της στοίχισε δραχμή τσακιστή! Ακόμα κι αν αναρωτήθηκε πώς οι χρεώσεις της και οι δόσεις στην κάρτα της παρέμεναν αμετάβλητες, ή αν την ενημέρωσαν τελικά οι γριές για την πράξη τους, εκείνη δεν εξέφρασε ούτε τις απορίες της αλλά ούτε και ανέφερε οτιδήποτε στον Μ, έστω και μεταθέτοντας το φταίξιμο… Αντίθετα, τον άφησε να πιστεύει ότι με την επιλογή του ρούχου αυτού, την χρέωσε με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που εκείνη τακτοποίησε αγόγγυστα, ενώ ο ίδιος αισθανόταν ένοχος και υπόχρεος… Για λίγο καιρό, πέτυχε να έχει και την πίτα ολόκληρη αλλά και τον σκύλο (sic) χορτάτο, όμως στο τέλος η αλήθεια αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο, και έμεινε έκθετη για ακόμα μια φορά…Με τον ίδιο τρόπο, σιγά-σιγά και σταδιακά, θα αποκαλυφθεί και το αληθινό της πρόσωπο…

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Κάν’το όπως η Μόνικα



«Το αληθινό πρόσωπο της Γεωργίας Π.»
Κάν’το όπως η Μόνικα


Μόνικες υπάρχουν πολλές, όπως και Γεωργίες πχ, αλλά μία Μόνικα (όπως και μία Γωγώ –εκ του Γεωργία) είναι εκείνες που αξίζει να ασχοληθούμε μαζί τους…Και μιας και το ζήτημα της πίπας της Μόνικας στον πρώην πλανητάρχη, έχει εξαντληθεί, ας πιάσουμε την πίπα που προσφέρθηκε να κάνει μία Γεωργία, και που θα μας απασχολήσει για το κείμενο αυτό:
Ας πούμε λοιπόν ότι η συγκεκριμένη Γωγώ έπρεπε να βρίσκεσαι σε ένα νησί των Βορείων Σποράδων, για επαγγελματικούς λόγους- για τους ίδιους λόγους κατέφθασε μερικές μέρες αργότερα ένας από τους πρώην αρραβωνιαστικούς της (κατά συγκεκριμένες πληροφορίες, είχε 2 αποτυχημένους αρραβώνες εως τώρα,), και βασικά ο αρραβωνιαστικός που έδιωξε η ίδια, και όχι πχ αυτός που το έβαλε στα πόδια μόνος του, για να σωθεί από εκείνη.
Είχε λοιπόν φάει ένα κόλλημα με τον άνθρωπο- ας τον πούμε Μ.-, επειδή δεν έκατσε να την περιμένει να αλλάξει γνώμη, δλδ περίπου 8 μήνες αφότου τον χώρισε, και αποφάσισε να ξαναφτιάξει τη ζωή του, και κυρίως επειδή διάλεξε μια γυναίκα η οποία είναι κατώτερη –κατά τη γνώμη της- και προτιμά να παραβλέπει το γεγονός ότι και η δική τους σχέση είχε σοβαρά σκαμπανεβάσματα τα οποία με αμοιβαίες υποχωρήσεις ξεπεράστηκαν…Δεν την ενδιαφέρουν αυτά, τη Γωγώ μας τη νοιάζει μόνον ο  εαυτός της, και θεωρεί ότι είναι κελεπούρι για κάθε άντρα, και κυρίως για τον συγκεκριμένο άνδρα, που όμως τώρα έχει άλλη και δεν τη θέλει πια…Ακόμα και το γεγονός ότι παντρεύτηκε την τωρινή συμβία του και αμέσως απέκτησε παιδιά μαζί της, δεν τη νοιάζει, αυτά είναι ασήμαντες λεπτομέρειες, σκόπελοι, που η φίλη μας θέλει να πιστεύει ότι μπορούν εύκολα να παρακαμφθούν…
Έτσι λοιπόν, την ξαναβρίσκουμε στο νησί, όπου έρχεται κι εκείνος, με σκοπό να καθίσει όσο το δυνατόν λιγότερες μέρες γίνεται, ώστε να γυρίσει πολύ σύντομα στην γυναίκα του και τα νεογέννητα μωρά του…
Το αστείο είναι ότι υποψιαζόταν πόσο ύπουλη και εκδικητική ήταν η πρώην του, όμως καθώς είναι γενικώς καλόπιστος, δέχτηκε να την πάει μια βόλτα με τη μηχανή και μάλιστα σε ένα από τα πιο αγαπημένα του μέρη, -κι εκείνη το ήξερε και τον έπεισε να την πάρει μαζί του-, έτσι λοιπόν την πήγε μέχρι το Δρακοντόσχισμα, να δει τη θέα από ‘κει…Μόνον που αφού τον ζούλαγε σε όλη την απόσταση, και του τριβότανε κολλημένη πάνω του τάχα για να αισθάνεται ασφάλεια πάνω στη σέλα, μόλις σταμάτησαν κοντά στο σημείο και άρχισαν να περπατούν ανάμεσα στα πεύκα, αποφάσισε να περάσει στο παρασύνθημα: Να του προτείνει να του πάρει μία πίπα, (και ό,τι προκύψει προφανώς) και σίγουρα νόμιζε ότι θα δεχόταν την ανήθική της πρόταση, μόνον που επιτέλους, για το καλό το δικό του και για το καλό της οικογένειάς του, κατάλαβε ο ταλαίπωρος ο πρώην της, τι εξώλης και προώλης ήταν, και την απέρριψε…
Φορούσε ο καψερός και το άσπρο κοντομάνικο με τις εκτυπωμένες φωτό των χαμογελαστών νεογέννητων μωρών του, όταν του έκανε την «πρόταση», σκεφτείτε λοιπόν τι σιχασιά θα ένιωσε με τα πρόστυχα καμώματά  της, και τις ηλίθιες δικαιολογίες της ότι το τσιμπούκι δεν πιάνεται για μοιχεία, ότι του άρεσε «παλιά», ότι μπορούσε να του το κάνει «καλά», και ότι μετά από τόσους μήνες χωρίς σεξ λόγω της εγκυμοσύνης (θα ήθελε!), θα του έκανε καλό να αποβάλλει την ένταση της αγαμίας (sic)…
Δυστυχώς όμως γι’ αυτήν, έχασε την ευκαιρία να πέσει στα γόνατα και να αρχίσει τις πεολειχίες, με την ελπίδα οι τύψεις του θα έφεραν την πολυπόθητη συννενοχή, με απώτερο σκοπό να κλωνιστεί ο γάμος του ώστε να καταφέρει τον αποσπάσει από την μισητή νυν του… Την επέστρεψε στην Σκόπελο και έκτοτε την απέφευγε με όλους τους τρόπους, μέχρι που πέρασαν οι μέρες και γύρισε στη συμβία του και τα μωρά τους…
Ναι αγαπητοί μου, πιθανότατα η πίπα, για πολλούς άνδρες, σαν και τον Κλίντον πχ, δεν αποτελεί μοιχεία …Και η Γωγώ μας,  έτσι ισχυρίστηκε, για να πείσει τον πρώην της να δεχτεί να του την κάνει, κι αυτό αποδεικνύει περίτρανα τι είδους άτομο είναι… Εφόσον όμως δεν συνέβη, και καθώς ήταν σίγουρη ότι και εκείνος δεν θα αποκάλυπτε το συμβάν (σε αυτό έκανε μέγα λάθος), η ηθική της θα παρέμενε άμεμπτη, μόνον που μερικές μέρες μετά, όταν βγήκαν οι αποσπάσεις για Βόλο, τα χρειάστηκε, όταν, προσπαθώντας να μάθει σε ποιο σχολείο του Βόλου θα υπηρετούσε ο πρώην της, ανακάλυψε ότι από μια τυχαία αβλεψία των αρμοδίων, ο πρώην θα καλούνταν να υπηρετήσει στη θέση του στο νησί, όπου ως φυσικό κι επόμενο, ως νέος οικογενειάρχης  θα έφερνε και την γυναίκα του και τα παιδιά του μαζί του…
Και καθώς τα παιδιά του ήταν μόλις μερικών μηνών και το ζευγάρι είναι άκρως κοινωνικό, όλοι στο νησί θα θέλανε να τους επισκεφτούν και να προσφέρουν τη βοήθειά τους, τότε όμως, η μία γνωριμία θα έφερνε την άλλη, και κάποια στιγμή θα άνοιγε ο φάκελος «πρώην αρραβωνιαστικιά -Γεωργία» και θα γίνονταν συνταρακτικές αποκαλύψεις για το ποιόν της, που θα ανέτρεπαν όλη τη φιλότιμη προσπάθειά της να παρουσιάσει τον εαυτό της σαν το άδολο θύμα μιας σατανικής γυναίκας και ενός άβουλου εραστή…
Αποφάσισε λοιπόν, προκειμένου να διαφύγει τον κίνδυνο των σαρωτικών αποκαλύψεων, να τον πληροφορήσει για το ζήτημα, και είχε το θράσος να τηλεφωνήσει στο πατρικό του και να ζητήσει από τη γηραιά μητέρα του το τηλέφωνο του σπιτιού του στην Επισκοπή (και χρησιμοποίησε επανειλημμένα τον αριθμό για τηλεφωνικές φάρσες από φίλες της) ώστε να τον «ενημερώσει για το πρόβλημα», αλλά και για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις του…
Σίγουρα μετά από αυτό το τηλεφώνημα,  η αγαπητή Γωγώ, θα αισθάνθηκε πολύ περήφανη για τον εαυτό της και θα φρόντισε να  μαθευτεί στον ευκολόπιστο κύκλο της των ηλιθίων, πόσο υπεράνω και μεγαλόψυχη πρώην αρραβωνιαστικιά ήταν, αφού έριξε τα μούτρα της και καταδέχτηκε να μιλήσει με την νυν, μόνον που από την αλαζονεία της δεν ένιωσε την ψυχρότητα και την απέχθεια στη φωνή και των δυο τους, που της μίλησαν στο τηλέφωνο, εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη, ούτε και αντιλήφθηκε πόσο πολύ τους εξυπηρέτησε, και τους έδεσε περισσότερο σα ζευγάρι…
Το σίγουρο όμως είναι ότι μετά από αυτά, όλοι οι γελοίοι φίλοι της που της κάνανε πλάτες τότε, θα την είδανε σαν την μητέρα Τερέζα, και συνέχισαν να την υποστηρίζουν και να την κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη της ενθαρύνοντας την να εκφράζει την εμμονή της, όσο για τον πρώην της, είχε ξεπεράσει την απόπειρα του τσιμπουκιού, είχε αφοσιωθεί πλήρως στην οικογένειά του και δεν είχε χρόνο για ποταπά γύναια σαν και του λόγου της, κρίμα μόνον που εκείνη δεν το κατάλαβε ποτέ…
Αυτά συμβαίνουν όμως στα κατά φαντασίαν κελεπούρια, σαν το Γωγουλίνι μας…Κάποιος λογικός άνθρωπος θα αναρωτιόταν γιατί άραγε κανείς από τόσους άνδρες που γνώρισε με τη Βιβλική έννοια, δεν θέλησε να κάνει κάτι παραπάνω μαζί της…Γιατί  ας πούμε, αφότου χώρισαν από εκείνη, είτε παντρεύτηκαν καπάκι άλλες γυναίκες, είτε έφτασαν σε σημείο να την αποφεύγουν; Ή μήπως περίμενε ότι θα της κάθονταν κάποιος από τους παντρεμένους που κάποια στιγμή θέλησε να παρασύρει σε εξωσυζυγική σχέση και θα παρατούσε την οικογένειά του για να ζήσει μαζί της; Ήταν κι αυτοί βλάκες και δεν αντιλήφθηκαν την αξία της σαν ιδανική εν δυνάμει σύζυγο ή καλή σύντροφο, και προτίμησαν να τη δουν μόνον σαν εύκολη γκόμενα και περιστασιακή τσιμπουκλού, ή την απέρριψαν ασυζητητί, σοκαρισμένοι από το θράσος της;
Κάτι τους προκαλεί σίγουρα, -αποστροφή; τάσεις φυγής;- ώστε να τρέχουν όλοι μακριά της όσο πιο γρήγορα μπορούν, με το που θα τους δοθεί η ευκαιρία…Και κάθε φορά που η αγαπητή Γωγώ τρώει τη χυλόπιτα, συνηθίζει να ανατρέχει πάλι στον πρώην που έδιωξε η ίδια, και αναπολεί τη ματαιωμένη ευτυχία της, που τελικά υπήρχε μόνον μέσα στην αρρωστημένη φαντασία της, επειδή αν πραγματικά την επιζητούσε με όλη της τη ψυχή, θα την είχε βρει ήδη, στο πρόσωπο ενός άλλου –διαθέσιμου- άνδρα… Αλλά δεν ήταν ικανή να δει παραπέρα από τον πρώην, τον οποίο έδιωξε, ακριβώς την εποχή που την είχε περισσότερο ανάγκη, και τον έσπρωξε η ίδια στην αγκαλιά μιας οποιασδήποτε άλλης -και απλά έτυχε να είναι η συγκεκριμένη που παντρεύτηκε κιόλας-, και μετά, τυφλωμένη από τον εγωισμό της και την έμφυτη κακία της, προσπάθησε να τους συκοφαντήσει με όλους τους τρόπους, και εξακολουθεί ακόμα και σήμερα την ίδια πρακτική που την έχει κάνει ανεπιθύμητη και μισητή…
22 χρόνια το ίδιο τροπάριο εξακολουθεί το Γωγουλίνι μας, ήτανε νια και γέρασε, και μυαλό δεν έβαλε…ΚΙ άμα δεν έβαλε μυαλό τότε που έπρεπε, δεν πρόκειται να βάλει τώρα που έφτασε τα 50- φεύγα! Συνεχίζει και λέει την ίδια δακρύβρεχτη ιστορία, και συνειδητά μεταθέτει τον χρόνο του απεχθή χωρισμού κατά πώς τη βολεύει, όπως και την ευθύνη του χωρισμού αυτού, όμως όπου και να κρύψει τους μελλοντικούς της γκόμενους – όπως προσπαθεί να κρύψει τον τωρινό της- για να μην τους πάρει πρέφα κανένα αδιάκριτο μάτι και τους σφυρίξει τα καθέκαστα, η αλήθεια θα βγει στην επιφάνεια, όπως έχει διαρρεύσει έως τώρα άπειρες φορές, και την έχει βρει ακόμα και στα Γιάννενα…
Επειδή όσες φορές κι αν τη πιστέψουν, όποιοι κι αν είναι αυτοί που θα τη πιστέψουν, άπαξ και μπει στο μυαλό τους η υποψία ότι υποκρίνεται και τους εξαπατά με απώτερο σκοπό, οι σχέσεις της μοιραία θα παίρνουν την κατιούσα και αυτό θα σημαίνει και το άδοξο τέλος τους…
Αν θέλει να πιάσει γκόμενο σοβαρό και με επίπεδο, οφείλει πρώτα να δηλώσει μεταμέλεια, πρέπει να σταματήσει να μοιράζει πήδουλους και πίπες από ‘δω κι από ΄κει, και οπωσδήποτε πρέπει να κόψει τις κατινίστικες μεθόδους και να γίνει για πρώτη φορά στη ζωή της, σοβαρό και υπεύθυνο άτομο που αναλαμβάνει τις ευθύνες του και αναγνωρίζει τα σφάλματά του… Με την ευκαιρία, θα έπρεπε να της δώσουμε ακόμα μία συμβουλή: να διώξει τους «φίλους» που έχει στην κουστωδία της, επειδή δεν της κάνουνε καλό…Άμα της κάνουνε όλα τα χατήρια και δεν προσπαθούν να τη συνετίσουν όταν σκέφτεται να κάνει/πραγματοποιεί τη μαλακία, δεν είναι της προκοπής άτομα ούτε εκείνα, πρέπει να κόψει παρτίδες για να σωθεί… Οι φίλοι της και οι φίλες της την «έκαψαν» σαν άτομο, αλλά ποτέ δεν είναι αργά…Για εμάς βέβαια που απλά παρατηρούμε την συμπεριφορά της, πάντα θα είναι «η Γωγώ η Τσιμπουκλού», αλλά εμείς έτσι κι αλλιώς, δεν χρειάζεται να γίνουμε φίλοι της, ούτε και υπήρξαμε φίλοι της ποτέ, οπότε μπορούμε να της τα λέμε χύμα και τσουβαλάτα, μιας και δεν της έχουμε και καμία υποχρέωση…

Αυτή ήταν μία πραγματική ιστορία, μέρος της  ενότητας κειμένων με τον γενικό τίτλο «Το αληθινό πρόσωπο της Γ.». Το επόμενο κείμενο θα αφορά μια ιστορία σχετική με το καφέ δερμάτινο παλτό, που αγόρασε σαν δώρο στον πρώην της, και που εν τέλει την έκανε ρόμπα στα μάτια του …

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Η μέγαιρα (3ο μέρος- τελευταίο)


(συνέχεια από το προηγούμενο)

Την πλησίασα, αλλά εκείνη ήταν απόμακρη, κλεισμένη στον εαυτό της…Δεν μιλούσε, αλλά κρατούσε τα στενά χείλια της σφιγμένα, και τα μικρά της μάτια είχαν στενέψει κι αυτά, κι αμέσως μου εντυπώθηκε η ιδέα ότι αυτό το άτομο δεν αγαπούσε κανέναν, εκτός ίσως από τον εαυτό της –αυτό αποδείχτηκε το μοναδικό της αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό, στα χρόνια που ακολούθησαν!
-Χθες τη νύχτα, ένα κοριτσάκι του θαλάμου ήθελε να πάει στην τουαλέτα, αλλά εσύ κοιμόσουν, της είπα… Πήρα όμως το κλειδί και πήγαμε μαζί…
-Λοιπόν; με ρώτησε αδιάφορα, με την ξερή και δυσάρεστη, ένρινη φωνή της.
-Τίποτα, αυτό μόνο, της είπα κι εγώ, και έφυγα από το θάλαμο.
Στην τραπεζαρία, είχαν μείνει ελάχιστα παιδιά, ακόμα και η αδελφή μου είχε τελειώσει το φαγητό της και είχε φύγει, προφανώς θα επέστρεφε στο θάλαμο, ή θα πήγαινε να παίξει λίγο ακόμα, πριν ετοιμαστεί για τον ύπνο. Πήρα τον μεταλλικό δίσκο για να βάλω το βραδινό μου, και αφού το σερβίρησε η μαγείρισσα, το πήρα και κάθισα μόνη μου στο μακρύ τραπέζι, στη θέση στον πάγκο κάτω ακριβώς από τη φωλιά των σπουργιτιών, και όση ώρα έτρωγα, τα άκουγα να τιτιβίζουν στο βάθος της φωλιάς τους, ανάμεσα στα κεραμίδια του στέγαστρου της τραπεζαρίας.
-Είναι μέγαιρα, ξεφτύλισε την Μαρία επειδή την ζήλεψε που τα είχε με τον Γιάννη, άκουσα να λέει μια γνωστή φωνή, 2 τραπέζια πίσω από το δικό μου…
Γύρισα και κοίταξα, ήταν η Φωτεινή που τα έλεγε στον Θοδωρή, και ήταν και άλλοι 2-3 ομαδάρχες εκεί, και ο αρχηγός…
-Η Μαρία προσπάθησε να κόψει τις φλέβες της, επειδή αυτή η μέγαιρα την είπε εξώλης και προώλης που φιλιέται μπροστά στα παιδιά…Ποτέ δεν φίλησε τον Γιάννη μπροστά στα παιδιά η Μαρία! Από το μυαλό της τα έβγαλε όλα τα ψέματα αυτά!
Πρώτη φορά άκουγα αυτές τις λέξεις, δεν είχα ιδέα τι σήμαιναν, θεώρησα όμως ότι ήταν κάτι κακό, η Φωτεινή σχεδόν φώναζε θυμωμένη.
-Είναι ζηλιάρα και κακιά, δεν θέλει το καλό κανενός, μόνον ο εαυτός της τη νοιάζει! Η Μαρία έφυγε και φταίει η Γεωργία, όλα τα παιδιά αγαπούσαν την Μαρία, ενώ αυτή δεν την αγαπάει κανείς! Δεν ενδιαφέρεται για τα παιδιά και την κατασκήνωση, δεν την ενδιαφέρουν οι άλλοι….
-Έφυγε η Μαρία η ομαδάρχισσα του 2ου θαλάμου, κι ο Γιάννης έφυγε κι εκείνος; τους ρώτησα κι εγώ, από το σημείο που καθόμουνα.
Η παρέα σάστισε, και η Φωτεινή δαγκώθηκε
-Έφυγαν αλλά θα ξαναγυρίσουν, είπε ο Θοδωρής και μετά, όλοι όσοι ήταν στην παρέα, έσκυψαν χαμηλά και ψιθύριζαν μεταξύ τους, για να μην ακουστούν…Μετά από λίγο, κάποιος έριξε την ιδέα να μεταφέρουν την συζήτηση στο αρχηγείο, και όλοι σηκώθηκαν κι έφυγαν προς τα ‘κει, και τότε σηκώθηκα κι εγώ…
Γύρισα στο θάλαμο, και ετοιμάστηκα για τον ύπνο…Τρέξαμε με τα υπόλοιπα παιδιά να πλύνουμε τα δόντια μας και να χρησιμοποιήσουμε τις τουαλέτες πριν ακουστεί το σιωπητήριο για τελευταία φορά, και κλείσουν τα φώτα…Την Γεωργία την είδα καθισμένη οκλαδόν στο κρεβάτι της, ντυμένη με τη γνωστή ατσούτβαλη παντελόνα της και τα σκονισμένα σανδάλια της, να μασουλάει γκοφρέτες που είχε αγοράσει από το κυλικείο, προφανώς το κλίμα ανάμεσα στους υπευθύνους της κατασκήνωσης ήταν πολύ ψυχρό, και δεν ήθελε να συγχρωτίζεται με τους άλλους…Ήμουν θυμωμένη για την συμπεριφορά της προς την αγαπημένη μου ομαδάρχισσά, τη Μαρία, και για να μην πω τίποτα και αναστατώσω τα υπόλοιπα παιδιά του θαλάμου, την αγνόησα κι εγώ και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Τα φώτα έσβησαν και όλοι παραδοθήκαμε σε βαθύ ύπνο, μέχρι που ένας επίμονος ενοχλητικός θόρυβος, με ξύπνησε…
Κοίταξα ανάμεσα από τα σκεπάσματά μου, και είδα την Γεωργία, σκυμμένη πάνω από την ανοιχτή της βαλίτσα, να συσκευάζει μέσα σε πλαστικές σακούλες, παπούτσια, λερωμένα εσώρουχα και μισοφαγωμένα φαγητά, και να διπλώνει και να βολεύει τα ρούχα της…Κρατούσε το φακό του θαλάμου και ψαχούλευε ξανά και ξανά τα πράγματά της, και ο επίμονος θόρυβος προερχόταν από τις πλαστικές σακούλες που τύλιγε και ξετύλιγε, και αφού όταν επιτέλους τελείωσε με τα νυχτερινά συμμαζέματά της, τράβηξε τα φερμουάρ, κατέβασε τη βαλίτσα από το κρεβάτι και την έσπρωξε από κάτω…Σε λίγο την άκουσα να ροχαλίζει, την είχε πάρει κι εκείνη ο ύπνος…Τα ξημερώματα όμως, με ξανα-ξύπνησε επειδή ψαχούλευε επίμονα στη βαλίτσα της, βγήκε τις υπόλοιπες γκοφρέτες και τις μασούλισε, και μετά την ξανάβαλε κάτω από το κρεβάτι της και ξανακοιμήθηκε…ΚΙ ενώ το πρωί όλα τα πιτσιρίκια τρέχαμε να ετοιμαστούμε να κατεβούμε στις τραπεζαρίες για το πρωινό, η Γεωργία ήταν ακόμα μπουμπουλωμένη κάτω από τα σκεπάσματα και χουζούρευε, αντί πχ να τρέξει πρώτη να φροντίσει για τα παιδιά, να κάνει δλδ, την δουλειά για την οποία την πληρώνανε…
Εκείνο το πρωινό, η μοναδική μου έννοια ήταν να τελειώσω την τοιχογραφία…Μετά το καθιερωμένο ζεστό τσάι και το ψωμί με το κασέρι, ο Θοδωρής και κάμποσα άλλα παιδιά ήρθαν να βοηθήσουν, και το μεσημέρι φύγαμε αμέσως για φαγητό, ώστε να γυρίσουμε να βάλουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες (και να γράψω και το όνομά μου φυσικά, μιας και οι γονείς μου θα έρχονταν να μας επισκεφτούν την Κυριακή το απόγευμα, θα ήταν η τελευταία επίσκεψη πριν την τελετή λήξης της κατασκήνωσης)…
Εκεί που τρώγαμε, ήρθε και ο Γιάννης, και η Φωτεινή και ο Θοδωρής τον πήρανε και καθήσανε παράμερα…Είχε έρθει χωρίς τη Μαρία, επειδή διαφορετικά, θα ήταν μαζί του, αυτό το ήξερα κι εγώ και όλα τα παιδιά…Τότε πέρασε ένα ταξί, από τον χωμάτινο δρόμο που οδηγούσε στους πάνω θαλάμους, με χαμηλή ταχύτητα –έκανε τρομερή ζέστη και σήκωνε πολλή σκόνη καθώς περνούσε, και λίγο μετά ξαναπέρασε προς τα κάτω, και έφυγε…Δεν είδα ποιος καθόταν μέσα, είχα άλλες σοβαρότερες δουλειές να κοιτάξω, να τελειώσω τη ζωγραφιά, και να πάω επιτέλους στο ρέμα, όπου μαζεύαμε λουλούδια, άσπρες πρίμουλες, και φτέρες αλογοουρές, τα κάναμε μπουκέτα και τα πηγαίναμε στην Μαρία, και να παίξω με τα άλλα παιδιά…
Μέχρι το βράδυ, ευτυχώς είχαμε τελειώσει, όλα είχαν γίνει σωστά και όμορφα, και μόνον η ουρά της γοργόνας μου φαινόταν εμένα ότι έπρεπε να είναι μακρύτερη…Έγραψα και το όνομά μου αριστερά πολύ χαμηλά στην ζωγραφιά –με καφετί μπογιά, μόνον που τα πήρε η ανηφόρα τα γράμματα και το όνομα είχε βγει στραβό- ήδη όμως αισθανόμουν άβολα που έβαζα από κάτω τη τζίφρα μου, αλλά δεν θα άντεχα και την γκρίνια των δικών μου (θα έκανα τα πάντα για να αποφύγω το ψάλσιμο!)
Γύρισα στο θάλαμο, -ήμουν κουρασμένη και άυπνη και δεν ήθελα να φάω-, και βρήκα την Φωτεινή μαζί με μια άλλη ομαδάρχισσα που δεν είχα ξαναδεί, να ξεστρώνουν νευρικά τα σεντόνια από το κρεβάτι της Γεωργίας, και να στρώνουν άλλα…Πέταξαν και το μαξιλάρι της στο πάτωμα, και έφεραν άλλο στη θέση του. Η Φωτεινή ήταν ακόμα θυμωμένη και δεν μιλούσε, και αφού η καινούρια ομαδάρχισσα βόλεψε τη βαλίτσα της κάτω από το κρεβάτι, έφυγε φουρκισμένη προς το αρχηγείο, παίρνοντας μαζί της τα άπλυτα…
Κανείς δεν ρώτησε πού ήταν η Γεωργία…Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει πού πήγε, αν γύρισε στο αρχηγείο ή αν βαρέθηκε τα επιτιμητικά βλέμματα και έφυγε από την κατασκήνωση…Κανείς δεν θέλησε να μάθει πού βρισκόταν, επειδή προφανώς όλοι ήξεραν, ή επειδή κανείς δεν την συμπαθούσε αρκετά ώστε να τη νοιαστεί και να τη γυρέψει…Κάποιο παιδί μου είπε κι εμένα -την επόμενη νομίζω-, ότι είχε φύγει με ταξί, το ίδιο ταξί που είχαμε δει να ανεβαίνει το σκονισμένο χωμάτινο δρόμο…
Και η ύπαρξή της πέρασε στη λήθη της μνήμης μου, και για πολλά -πολλά χρόνια, το μόνο που είχε αξία σε σχέση με αυτήν, ήταν η τεράστια νυχτοπεταλούδα που είχα την τύχη να συναντήσω τη νύχτα εκείνη που αποφάσισε οτι ο ύπνος της ήταν πιο σημαντικός από το να συνοδέψει 2 μικρά παιδιά στις τουαλέττες της κατασκήνωσης!
Καλά θα ήταν, η στριφνή εκδικητική της φάτσα, να έμενε για πάντα, ξεχασμένη σε μια μακρινή ανάμνηση της κατασκήνωσης των παιδικών μου χρόνων…Τότε θα ανάτρεχα σε κείνη, όπως ανατρέχουμε στις κακές αιμοβόρες μάγισσες των παραμυθιών, αλλά δυστυχώς η ζωή την έφερε ξανά στο δρόμο μου, μόνον που αντί να έχει βελτιωθεί ως άτομο, παραμένει η ίδια και χειρότερη, μια μοχθηρή Άρπυια που προσπαθεί με κάθε τρόπο καταστρέψει την ευτυχία των ανθρώπων γύρω της, για να ικανοποιήσει τον αρρωστημένο εγωκεντρισμό της…
Ας είναι, εγώ δεν έχασα, αντίθετα κέρδισα από αυτή την εμπειρία, που εξυπακούεται ότι είναι 100% αληθινή…
Από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, η Μαρία είναι νηπιαγωγός στο Βόλο, αλλά ο Θοδωρής ζει μόνιμα στη Ζαγορά, η Φωτεινή είναι παντρεμένη και με 2 παιδάκια, στη Θεσσαλονίκη, και τον Γιάννη τον ξανασυνάντησα σε παρέα κοινών γνωστών, το Σεπτέμβριο του ’13…Είναι μικρή πόλη ο Βόλος…




Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Η μέγαιρα (2o μέρος)



(Συνέχεια από το προηγούμενο)

Πιάσανε δουλειά αμέσως: ο τοίχος βάφτηκε σε ένα τρυφερό γαλανό χρώμα, και αφέθηκε να στεγνώσει με προσοχή, την επόμενη μέρα τον πέρασαν και 2ο χέρι, ώστε να εξαφανιστούν και οι πιο μικρές ατέλειες…Και μετά πήρα σειρά εγώ! Η γοργόνα και τα μεγάλα ψάρια και άλλα ζώα, σχεδιάστηκαν πρώτα με μολύβι πάνω στον τοίχο, και αμέσως μετά περάστηκαν με λεπτό πινέλο, σε μαύρο…
Η πρώτη μέρα στην τοιχογραφία ήταν τόσο έντονη, που έπεσα στο κρεβάτι μου στον θάλαμο κατάκοπη, και όλη τη νύχτα ονειρευόμουνα πώς θα έβγαινε το τελικό αποτέλεσμα: Η γοργόνα θα είχε ξανθά μαλλιά μέχρι τη μέση, κοχύλια θα κάλυπταν το στήθος της, η ουρά της θα ήταν γαλαζωπή με ζωγραφισμένα χοντρά λέπια, τα χταπόδια θα ήταν ροδόγκριζα, οι αστερίες κίτρινοι και πορτοκαλιοί, τα φύκια σκούρα πράσινα, και θα φαίνονταν σαν να τρεμουλιάζανε στο βυθό…
Την επόμενη μέρα, μετά το πρωινό, μπήκαν στην ζωγραφιά, τα βασικά της χρώματα, ακριβώς όπως τα είχα ονειρευτεί. Με βοήθησαν στο βάψιμο ορισμένα παιδιά από την κατασκήνωση, και μαζί και ο Θοδωρής, μόνον που μετά το μεσημεριανό, τον έχασα από την επίβλεψη, αλλά ήδη κατά τις 4, έκανε τόση ζέστη που μας είπαν οι τμηματάρχες να το διαλύσουμε, για να μην πάθουμε ηλίαση…Αν και αντέδρασα –φορούσα το άσπρο μου καπέλο από τη Λευκάδα-, δεν δέχονταν αντιρρήσεις, και φύγαμε όλοι για τους θαλάμους μας…Μόνον που όταν έφτασα εγώ στο θάλαμο, βρήκα την αδελφή μου και τα άλλα μικρά απ’ έξω, ανήσυχα:
-Τι συμβαίνει; ρώτησα, για να μου απαντήσουν ότι η ομαδάρχισσα η Μαρία, ήταν κουκουλωμένη στο κρεβάτι της και έκλαιγε γοερά, και ο Γιάννης μπουμπουλωμένος κι αυτός κάτω από τα σκεπάσματα, μαζί της, προσπαθούσε να μάθει τι της συνέβαινε, ενώ ο Θοδωρής και η Φωτεινή, ανάστατοι κι εκείνοι, περιμένανε γονατισμένοι στο πλάι του κρεβατιού της, να ακούσουν ποιο ήταν το πρόβλημα, στο οποίο απ’ ό,τι κατάλαβα, εμπλέκονταν και η υπαρχηγός της κατασκήνωσης, η Γεωργία…
Ευγενικά, με απομάκρυναν κι εμένα από το θάλαμο, μέχρι να λύσουν το ζήτημα, και μετά από ικεσίες που κράτησαν κανα μισάωρο, προφανώς έμαθαν από την Μαρία τι είχε συμβεί, και ο Γιάννης με το Θοδωρή έφυγαν τρεχάτοι για το αρχηγείο, ενώ η Φωτεινή έμεινε να κάνει παρέα στη Μαρία…Τότε επιτέλους κι εμείς, μπήκαμε στον κοιτώνα, και σαν τα μελισσάκια στην κυψέλη, πρώτα τα μικρά του θαλάμου και μετά εμείς τα κάπως μεγαλύτερα, κυκλώσαμε την αγαπημένη μας ομαδάρχισσα και την αγκαλιάσαμε, κι εκείνη δεν έκλαιγε πια, αλλά προσπάθησε να μας καθησυχάσει…
Και μετά από λίγο, ήρθαν πάλι τα αγόρια και είπανε πώς όλα είχαν κανονιστεί, και πήρανε μαζί τους τη Μαρία με τη Φωτεινή… Κι εμείς παίξαμε για λίγο στα παιχνίδια και τις κατασκευές ή πήγαμε προς την τραπεζαρία, για το βραδινό που θα σερβιριζόταν σε λίγη ώρα, όμως όταν γυρίσαμε στο θάλαμο, η Μαρία δεν ήταν εκεί, αλλά στο κρεβάτι της είχε έρθει η Γεωργία, με όλα τα μπαγάζια της, που τα έσπρωξε από κάτω από το μεταλλικό έπιπλο. Τη ρωτήσαμε που ήταν η Μαρία, και δεν μας μίλησε. Μας έσβησε το φως και δεν μας είπε ούτε καληνύχτα.
Εκείνο το βράδυ, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το κρεβάτι μου ήταν στην νότια πλευρά του θαλάμου, περίπου στη μέση της σειράς των κρεβατιών, όμως άκουγα καθαρά την Γεωργία να κλαίει στο μαξιλάρι της…Μπορώ να πω ότι τη λυπήθηκα και λιγάκι, αλλά σκέφτηκα ότι κάτι θα είχε κάνει για να τη στείλουν στην θέση της Μαρίας, στο θάλαμό μας, και μετά από λίγο την πήρε ο ύπνος, το ξέρω επειδή το κλάμα αντικαταστάθηκε από ροχαλητό…ΚΙ όμως, εγώ και πάλι δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ανησυχούσα για όλα, τη Μαρία, το πρόβλημα που δεν ήξερα ποιο ήταν, τη ζωγραφιά, ακόμα και για τη Γεωργία…
Και ενώ επιτέλους κατά τις 2 το πρωί αποκοιμήθηκα, μόλις μια ώρα μετά, ήρθε και με ξύπνησε ένα κοριτσάκι από το Ίδρυμα ανηλίκων, που επίσης παραθέριζε στην κατασκήνωση και μοιραζόμασταν τον ίδιο θάλαμο, και με ξύπνησε: Ήθελε να πάει στην τουαλέτα (που ήταν 100 μέτρα μακριά), και η Γεωργία που ήταν υπεύθυνη για αυτά τα ζητήματα, δεν σηκωνόταν…Αν θυμάμαι καλά, φόρεσα τα αθλητικά μου και πήγα μέχρι το κρεβάτι της, δίπλα στην πόρτα του θαλάμου, για να την ξυπνήσω, να συνοδέψει το κοριτσάκι στις τουαλέτες των κοριτσιών, αλλά δεν ξυπνούσε –ή έκανε πώς κοιμόταν- για να μην αναγκαστεί να σηκωθεί από το κρεβάτι… Το κοριτσάκι κατουριόταν, έπρεπε λοιπόν να βρεθεί μια λύση, και προσφέρθηκα να την πάω εγώ στις τουαλέτες, αφού η Γεωργία παρίστανε την κοιμισμένη...
Αφού πήρα μαζί μου το κλειδί της πόρτας -που πολύ βολικά βρέθηκε δίπλα στο μαξιλάρι της- και τον φακό, βγήκαμε από το θάλαμο και κλείδωσα την πόρτα φεύγοντας… Κατευθυνθήκαμε προς τις τουαλέτες τρέμοντας, πιο πολύ από το φόβο, παρά από το κρύο της βραδιάς… Είχε φεγγάρι και όλα ασήμιζαν, τα πλατάνια δίπλα στο ρεματάκι έξω από την περίφραξη της κατασκήνωσης έριχναν μακριές σκιές και τα φύλλα θρόιζαν, αλλά παρά τον τρόμο μας –στο κάτω κάτω ήμασταν 2 κορίτσια μοναχά μέσα στη νύχτα, και είχαμε μαζί μας μόνον ένα φακό και το κλειδί της πόρτας του θαλάμου που είχαμε αφήσει πίσω μας- φτάσαμε επιτέλους στις τουαλέτες.
Είπα στο κοριτσάκι ότι θα άνοιγα την πόρτα για να μπει, στην πρώτη τουαλέτα που κοίταξα, είδα στο φως του φακού μια τεράστια ζωντανή νυχτοπεταλούδα, να κάθεται στο πάτωμα, μπροστά στη λεκάνη. Έκλεισα την πόρτα απότομα, και άνοιξα την διπλανή της:
-Δεν είναι καθαρή, της είπα ψέματα, μπες σε εκείνη είναι καλύτερη! Και με τον φακό ψηλά, της φώτιζα από το άνοιγμα, να κάνει τη δουλειά της.
-Εσύ δεν θες; με ρώτησε βγαίνοντας.
-Καλά λες, της απάντησα κι εγώ και ανοίγοντας πάλι την πρώτη πόρτα, μπήκα στη τουαλέτα με την νυχτοπεταλούδα.
Δεν έπρεπε να αργήσω. Ήταν νύχτα και φοβόμουν, και μαζί μου ήταν ένα άγνωστο κοριτσάκι που φοβόταν στα σκοτάδια πιο πολύ από μένα…Κοίταξα την νυχτοπεταλούδα και την άγγιξα, ήταν αρσενική, μια τεράστια καφετιά saturnia pyri, με μεγάλα στρογγυλά δίχρωμα μάτια στα φτερά της και η αίσθηση των φτερών της και της ράχης της ήταν βελούδινη… Προσπάθησα να την πιάσω, αλλά πέταξε και στάθηκε στον τοίχο, κοντά στην κόχη του ταβανιού, την άφησα εκεί και βγήκα, επειδή και το κοριτσάκι έτρεμε σύγκορμο, και φύγαμε για το θάλαμο. Πριν γυρίσω στο κρεβάτι μου κλείδωσα το θάλαμο και άφησα πάλι το κλειδί δίπλα στο μαξιλάρι της Γεωργίας, κρέμασα και τον φακό στο καρφί δίπλα στην πόρτα, και την επόμενη μέρα ζωγράφισα τα μάτια στα φτερά της νυχτοπεταλούδας, για μάτια στο μεγάλο γκρι χταπόδι, στα αριστερά της γοργόνας.
Η Μαρία δεν φάνηκε πουθενά, εκείνη τη μέρα, ούτε και ο Γιάννης. Η Φωτεινή ήρθε κάποια στιγμή εκεί που ζωγραφίζαμε και μιλούσε ψιθυριστά με τον Θοδωρή, που επέβλεπε της εργασίες στον τοίχο του κυλικείου. Όλη τη μέρα ζωγραφίζαμε, έπρεπε να βιαστούμε για να έχουμε χρόνο να στεγνώσει και να κάνουμε τις όποιες διορθώσεις εγκαίρως, ώστε να χρησιμοποιηθεί ο τοίχος σαν ντεκόρ για τις εκδηλώσεις κλεισίματος της περιόδου της κατασκήνωσης…Δεν έφυγα λοιπόν σχεδόν καθόλου από τις εργασίες, παρά μόνον για να απαντήσω στο τηλεφώνημα των γονιών μου που έμαθαν ότι θα έφτιαχνα μια δική μου ζωγραφιά, και ήθελαν να με πείσουν να γράψω από κάτω το όνομά μου (και δεν δέχονταν και αντιρρήσεις!)
Το απόγευμα που γύρισα στο θάλαμο, ίσα -ίσα για να αλλάξω και να ετοιμαστώ για το βραδινό, η Γεωργία ήταν εκεί, καθώς όμως ήταν ακατάδεκτη και ποτέ δεν έδινε σημασία σε κανέναν, σκέφτηκα να μην ασχοληθώ κι εγώ, αλλά δεν μπορούσα, οπότε αποφάσισα να τη πλησιάσω για να τη ρωτήσω αν ήταν καλά, και να της πω για το προηγούμενο βράδυ:

(Συνεχίζεται)

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

2η Γιορτή Τέχνης στο “Πόλιs” Τεχνών και Επιστημών


Ξεκίνησε η 2η Γιορτή Τέχνης την Πέμπτη στις 10 το πρωί στο “Πόλιs” Τεχνών και Επιστημών στη Γ. Καρτάλη 88 & Χατζηαργύρη. Εκατοντάδες χειροποίητες δημιουργίες όπως :  παραδοσιακά Πηλιορείτικα γλυκά, decoupage, μπατίκ, ζωγραφική σε ύφασμα, φυσικά σαπούνια και φυσικά πολλές Πασχαλινές Λαμπάδες.

Εννέα κυρίες έβαλαν την καλύτερη τους έμπνευση και δημιούργησαν χειροποίητα αριστουργήματα που μπορούν οι επισκέπτες να τα αγοράσουν σε πολύ καλές τιμές για την προσωπική τους συλλογή ή να τα προσφέρουν ως δώρα.

Συμμετέχουν με αλφαβητική σειρά :
Suba Walpola-Προσήλια, Αποστολοπούλου Βάσω, Βαλασσά Λίνα, Ζαφειρίου Μαρία, Καραβοσιάνη Εφη, Καραβοσιάνη Ντέμυ, Παρασκευά Άννα, Τσαφετοπούλου Δέσποινα και η Χατζηνικολάου Αννα.

Η έκθεση ολοκληρώνεται το Σάββατο στις 9.30 το βράδυ ενώ το ωράριο λειτουργίας είναι από τις 10.00-14.00 & 17.30-21.30. Τηλέφωνο επικοινωνίας 6980218621
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.